Οι μεν πρώτοι χρόνια κλεισμένοι σε μια μανιέρα αντίστασης, σε ένα στείρο “παλιακό” λόγο διακηρύξεων εξ ονόματος των “τίμιων” αγωνιστών, σε ένα αδιόρατο δίχτυ “μίσους” που σε απομακρύνει από τη βαθύτερη διάσταση των γεγονότων και εν τέλει τη βαθύτερη κατανόηση του σήμερα. Λυπάμαι πολύ που θα το πω αλλά η διαλεκτική (όποια και αν είναι αυτή, την ψάχνω στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων…) έχει εκλείψει. Και δυστυχώς έχει αντικατασταθεί με τη “διαλλακτική”, που σημαίνει ότι ο αντικαπιταλιστικός χώρος γενικά (πιάνοντας από την αναρχία μέχρι και τις καθεστωτικές δυνάμεις της αριστεράς) προσπαθεί απεγνωσμένα να πλησιάσει τον κόσμο, αλλάζοντας ρούχα κάθε φορά και χαμηλώνοντας συνεχώς την ποιότητα αυτών των ρούχων (κάποιοι βέβαια φοράνε εδώ και 100 χρόνια τα ίδια ρούχα, αυτά τα σκισμένα, λιωμένα και ραμμένα μόνο για τα μέτρα τους) όσο προσπαθούν να πιάσουν συνεχώς αυτή την πολυπόθητη μαζικότητα.
Οι δεύτεροι, ο κόσμος που τόσα χρόνια ήταν στην απάθεια, εγκλωβισμένος στην πρόσκαιρη “ευημερία” του, είχε μέχρι πριν λίγο αυταπάτες για τους πολιτικούς και το σύστημα, και τέλος πάντων μέχρι πρότινος πίστευε ότι η τηλεόραση είναι “παράθυρο στον κόσμο” και δεν τολμούσε να βγει από το δικό του το παράθυρο.
Το Σύνταγμα, έτσι όπως εξελίχθηκε μέχρι τώρα μας διέψευσε και τους δυο. Με όλα τα αρνητικά και θετικά πρέπει να του αναγνωρίσω όμως ένα πράγμα. Το γεγονός ότι έβαλε το πρώτο λιθαράκι για τη συνάντηση των δυο ξένων. Και αυτό το λιθαράκι είναι η προσπάθεια και αναζήτηση για την άμεση δημοκρατία και τις μορφές και περιεχόμενα που μπορεί αυτή να πάρει για να απελευθερώσει τον καθένα από τα δικά του και από άλλα δεσμά. Για μένα, η άμεση δημοκρατία είναι ένας τόπος ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος. Έχει σημασία σε αυτόν τον τόπο να φέρουμε τις ιστορικές μας μνήμες ο καθένας, με την ελπίδα ότι όπου πατήσαμε λάθος μάθαμε από τον πόνο. Αυτός ο τόπος υπάρχει, όχι όσο τον φανταζόμαστε σε ένα όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, αλλά όσο τον κάνουμε πράξη παντού.
Η ιστορική κίνηση είναι δημιουργική και μαγματική. Δεν μπορεί να χωρέσει σε μια λογική νομοτέλειας. Μπροστά μας διανοίγεται το άγνωστο και το μόνο καθοριστικό ίσως είναι η θέληση μιας ισχυρής κοινωνικής πλειοψηφίας όχι απλά για αλλαγή και ανατροπή αλλά για ρητή αυτοθέσμιση. Το σύνολο των κοινωνικών θεσμών, σημασιών, νοηματοδοτήσεων πρέπει να ξανατεθεί στην δημιουργική αμφισβήτηση ανθρώπων που θέλουν να γίνουν πολίτες, δηλαδή να καθορίσουν οι ίδιοι τις τύχες τους.
Αυτό το γεγονός-που εκδηλώνεται και ως κρίση της αριστεράς στην σοβούσα κρίση-είναι ένας ορίζοντας που δοκιμάζει τις γνωστές συνταγές της «πρωτοπορίας-ηγεμονίας-καθοδήγησης» και εκφράζεται μέσα από την έστω σπαργανική επανεμφάνιση του προτάγματος της αυτονομίας. Αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα και τους κυριότερους περιορισμούς που ο λόγος και η πρακτική της αμεσο-δημοκρατικής πραγμάτωσης αντιμετωπίζουν: εμμονή στην ανέξοδη θεωρητικολογία, και μάλιστα με όρους μιας «copy/paste» επιφανειακής οικειοποίησης εννοιολογικών σχημάτων και εργαλείων που έχουν αναπτυχθεί από άλλους σε άλλες συνθήκες (ενδεικτική η κατάχρηση των εννοιών του πλήθους ή η εκ των υστέρων ανακάλυψη της καστοριαδικής σκέψης) και η πεποίθηση για μια «fast track» ανατροπή.
Άλλωστε θα ήταν παράδοξο δεκαετίες κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και της μεταμοντέρνας ασημαντότητας να ακυρωθούν σε λίγες βδομάδες ή μήνες. Οι κοινωνικο-ιστορικές μεταβολές είναι πραγματικά «γεωλογικού» τύπου: αργές και σχεδόν ανεπαίσθητες, συσσωρεύουν όμως κολοσσιαία ποσά ενέργειας που εκτονώνονται απρόβλεπτα και κατακλυσμιαία. Παρόλο που οι τεκτονικές πλάκες έχουν τεθεί σε βίαιη κίνηση κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το σχήμα του κόσμου που έρχεται.
Κι αυτό είναι επίσης μια καθοριστική συνιστώσα της ανθρώπινης δημιουργίας. Ότι εμείς απλά μπορούμε να καθορίσουμε την κατεύθυνση της κίνησής μας. Η θέση του Αριστοτέλη για την «φύση ως αρχή ιδιο-κίνησης» εξακολουθεί να έχει πλήρη ισχύ. Κίνηση που φυσικά δεν είναι απλά κίνηση στον χώρο αλλά, κυρίως, στον χρόνο-εννοούμενη ως αυτοαλλοίωση.
Μαζί με τα στερεότυπα των αριστερών οργανωτικών σχημάτων πρέπει να καταρρεύσουν και εκείνα τα στοιχεία μαζικοποίησης που καθιστούν τις κινηματικές δράσεις ευάλωτες από τα μέσα ελέγχου που το σύστημα διαθέτει. Για παράδειγμα είναι πολύ προτιμότερο να επιδιώκονται αποκεντρωμένες δράσεις στα διάφορα επίπεδα του εργασιακού και κοινωνικού χώρου από τις εθιμικές μαζικές συγκεντρώσεις που απλά εκθέτουν αυτή τη μαζικότητα στην ευχερή διαχείριση των κατασταλτικών μηχανισμών. Αντίστοιχα, μικρής κλίμακας-αλλά συντονιζόμενες-παρεμβάσεις και δράσεις εγκαθίδρυσης «αντιδομών» σε διάφορα πεδία της καθημερινότητας πιθανόν να έχουν πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από μεγάλης κλίμακας «επεμβάσεις» στην «κεντρική» πολιτική σκηνή.
Ακόμη και ο 20ός αιώνας βρίθει παραδειγματικών αμεσοδημοκρατικών εγχειρημάτων με ανατρεπτικό προορισμό. Αυτό που διαχωρίζει ίσως τις πλατείες –αυτή τη στιγμή, ή μάλλον κατά τους πρώτους δύο μήνες– από τα Σοβιέτ και τα εργατικά συμβούλια είναι η ταυτιστική συμβολοποίηση του χώρου. Ενώ οι διαδικασίες άρχιζαν τις πρώτες μέρες να μορφοποιούνται με ποικίλες παλινδρομήσεις, αστοχίες και καθυστερήσεις, αυτό που ζυμώθηκε σ’ έναν μεγάλο βαθμό ομοιογενώς ήταν η ιδέα ιδίως της πλατείας Συντάγματος ως ένα πολιτικό πείραμα στο μαλακό υπογάστριο της πτωχευμένης κεντρικής πολιτικής. Η ιδέα αυτή εκκινεί από τη δυνατότητα που παρασχέθηκε σε άτομα να εκφραστούν χωρίς προαπαιτούμενα και μάλιστα έχοντας ένα αρκετά μεγάλο κοινό που ακούει, κρίνει, επιδοκιμάζει και απορρίπτει. Οι ατομικότητες αυτές –όσο κι αν υπονομεύτηκαν από σχεδιασμούς οργανώσεων και κομμάτων που προσέτρεξαν στις πλατείες ως «παραδοσιακά καθ’ ύλην αρμόδιες για την εκφορά του αντιπολιτευτικού λόγου»– διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό αυτόνομες και συγκρότησαν αυτόβουλα συλλογικότητες επειδή ακριβώς στάθηκε καταλυτική η επίδραση του χώρου ως δημόσιου πλέον κεκτημένου το οποίο αρνείται να υπόκειται σε θεσμικές και πεπατημένες συνταγές αλλά εξαρτάται κάθε φορά από τις συγκυρίες.
Το κείμενο αυτό είναι ένας ατέλειωτος πρόλογος. Και θα μείνει σε αυτό το επίπεδο γιατί σιγά-σιγά το Σύνταγμα με άλλαξε, διεκδικώντας τη συμμετοχή μου στην λειτουργία του. Ακόμα με κρατάει εκεί, είμαι και νιώθω μέλος της Λαϊκής Συνέλευσης και της Θεματικής Άμεσης Δημοκρατίας. Δεν είμαι ψυχρός, ούτε αντικειμενικός απέναντί του. Σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές δεν μπορώ καν να πω με βεβαιότητα αν υπάρχει ακόμα ή αν ολοκλήρωσε τον ιστορικό του κύκλο αφού δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά, αλλά και τα “φυτευτά” του προβλήματα.
Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως τα εκατομμύρια σκέψεις, τα εκατοντάδες χιλιάδες σώματα, οι δεκάδες χιλιάδες συνειδήσεις και οι χιλιάδες ιστορίες που γεννήθηκαν στις πλατείες όλου του κόσμου γονιμοποίησαν ένα παρόν που σίγουρα είναι η “κρίσιμη μάζα” για το όποιο αύριο θα ζήσουμε όλοι μαζί.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Μια ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, είναι πως το Σύνταγμα έβαλε και το ζήτημα για την Άμεση Δημοκρατία. Σε μια μαζικότατη συνέλευση, αυθόρμητα, προέκυψε η λέξη “άμεση”, αντί “πραγματική” και ψηφίστηκε, σχεδόν με απόλυτη πλειοψηφία. Ήταν ίσως η πιο μεγάλη στιγμή της πλατείας. Έκανε το ιστορικό χρέος που της αναλογούσε. Έστειλε το μήνυμα και αυτό ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον πλανήτη. Σήμερα πλέον η Άμεση Δημοκρατία συζητείται σε όλες τις συνελεύσεις ανά τον κόσμο και οι άνθρωποι αρχίζουν να την εφαρμόζουν. Η συμβολή της πλατείας Συντάγματος σε αυτό είναι καθοριστική.
Αυτές τις συνελεύσεις οφείλουμε να τις ενισχύουμε και να προστατεύουμε τις Αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες τους, μαθαίνοντας από τα λάθη του Συντάγματος, όπου η Άμεση Δημοκρατία απέτυχε να εφαρμοστεί σε όλα τα επίπεδα. Αρκετές φορές η συνέλευσή της καπελώθηκε και παρασύρθηκε σε λάθος στόχους. Είναι φυσικό όμως κάτι τέτοιο, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτήν έχουν γαλουχηθεί στην ανάθεση και την αντιπροσώπευση και δεν είναι έτοιμοι για αυτοκυβέρνηση και αυτοθέσμιση. Στους υπόλοιπους, που ήθελαν να τολμήσουν τη “βουτιά προς τον ουρανό” και πίστεψαν στην Άμεση Δημοκρατία, έλειπε η πολιτική εμπειρία και η οργάνωση για να μπορούν να αντιμετωπίσουν επαρκώς τους εχθρούς της (κράτος, κόμματα, μ.μ.ε., ματ) που καλά οργανωμένοι την σαμποτάρουν με κάθε τρόπο από την πρώτη στιγμή, μέχρι και τώρα, για να αποτύχει στην πράξη.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως σε κάποιες συνελεύσεις στην Ελλάδα και τον κόσμο βρήκαν λύσεις και η Άμεση Δημοκρατία στις συνελεύσεις τους είναι πρόταγμα και όχι μόνο διαδικασία όπως σε όλες τις υπόλοιπες πλατείες. Μήπως ήρθε η ώρα η πλατεία Συντάγματος να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε;
Ο Φάκελλος: Εμπειρίες και σκέψεις από τις πλατείες δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας ΔΡΑΣΗ
Αφήστε μια απάντηση