Απίθανος ο καιρός που ζούμε, σαν το remake μιας άλλης εποχής. Με τη ζωή να έχει μεταβληθεί σε μια μεγάλη οθόνη η οποία τυλίγει λες σχεδόν ολόκληρη την πόλη. Ακόμη και στα θερινά σινεμά, σε όσα έχουν απομείνει, η μόδα είναι τα remake. Οι επανεκδόσεις, οι ψηφιακές επεξεργασίες, η επιστροφή σε ένα αθώο και βολικό παρελθόν.
Στις πλατείες και στους δρόμους παίζεται επίσης ένα έργο με το βλέμμα στραμένο στο παρελθόν. Ακόμη κι αν δε θες να το πιστέψεις στην οθόνη της πόλης το έργο που παίζεται είναι βωβό. Ας έχει τόση φασαρία τριγύρω. Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι προτιμούν να μη μιλάνε κι ας είναι γνωστή η τεχνική της μετάδοσης του ήχου. Προτιμούν τα νεύματα,, τις χειρονομίες ή αστείες γκριμάτσες για να κάνουν κάποιον να γελάσει ή απλώς να τους καταλάβει.
Προτιμούν τα ασπρόμαυρα κι ας έχουν γνώση της τεχνικής της έγχρωμης αφήγησης, Την τελευταία την κρατούν σαν ψευδαίσθηση. Ίσως για να την κλείσουν στις μικρές ιδιωτικές τους στιγμές. Εκεί που για πολλούς το διαβρωτικό αναρχικό σύνθημα των τοίχων «έγχρωμη TV ασπρόμαυρη ζωή» μετουσιώνεται σε υλική πραγματικότητα. Σε καθημερινό βίωμα.
Το έργο που παίζεται στις μέρες μας είναι απαράμιλλης βαρβαρότητας. Εμπεριέχει και όλη εκείνη τη βιαιότητα εποχών όπως ο μεσοπόλεμος. Τότε που στα αμερικανικά σινεμά ανθούσαν πραγματικά οι βωβές ταινίες σε μια κοινωνία γλωσσική Βαβέλ, όπου ο μοναδικός κοινός κώδικας είχε το χρώμα και το άρωμα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης μέχρι τα όρια της εξαθλίωσης. Πριν υποκατασταθεί από τη χίμαιρα του αμερικανικού ονείρου.
Το πολυεθνικό μωσαϊκό των προλεταρίων της εποχής συνωστιζόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες για να παρακολουθήσει με εισιτήριο ένα σεντ μια νέα ταινία. Η αναγκαιότητα της ομιλίας δεν υπήρχε αφού κανείς δεν θα καταλάβαινε κανέναν. Έτσι οι ομιλούσες ταινίες αν και ήταν τεχνικά εφικτές από πολύ νωρίς, εμφανίστηκαν μόλις τον Οκτώβριο του 1927 με τον «Τραγουδιστή της τζάζ» . . Δύο χρόνια πριν το μεγάλο «κραχ». Τότε που σαν έργο πρώτης προβολής, όλα είχαν το ίδιο σχεδόν χρώμα. Το ίδιο άρωμα, παγωνιά και βουβαμάρα στις μεγάλες οθόνες της πραγματικής ζωής. Στη δική μας εποχή δεν φταίει η γλώσσα που δεν παίζουμε τον ήχο. Το βλέμμα ξεγελάει το μυαλό με τη φευγαλέα κίνηση. Ο ήχος σε αναγκάζει να ακούσεις και να σκεφτείς αν έχεις κάτι να απαντήσεις. Και τι να απαντήσεις σε κραυγές αγωνίας, πνιγμένες σε μονοδιάστατους πλουραλιστικούς μονολόγους…
Όμως και η σιωπή δεν είναι λύση. Το ξέρει αυτό ο καθένας. Ειδικά την ώρα που αυτόχθονες και αλλοφερμένοι, ομιλούντες την ελληνική – ή την όποια «βαρβαρική»- συνθλίβονται στις μυλόπετρες της βαρβαρότητας. Δύσκολη η δουλειά να ξαναδιαβάσουμε τον κόσμο, μα το πιο σημαντικό να τον αλλάξουμε. Πως μπορούμε να το κάνουμε αυτό χωρίς την ομιλία; Αυτήν την εποχή μοιάζει να αφουγκραζόμαστε τους ψιθύρους. Μοιάζει να έχουμε συνομιλητές μας πρόσωπα οικεία ο καθένας για τον εαυτό του. Πρόσωπα που ζωντανεύουν μέσα από παλιές φωτογραφίες. Φίλους που απομακρύνθηκαν, έρωτες που μαράθηκαν, αγαπημένους που χάθηκαν. Φωτογραφίες στο χρώμα της σέπιας, με αυτή τη γλυκιά μελαγχολία αυτών που πέρασαν, τυλιγμένες μέσα στα άλμπουμ έκαστης μνήμης. Ομιλούσες φωτογραφίες που κινούν τις πρωτόλειες διεργασίες της σκέψης, Συνομιλίες με τα πρόσωπα που αγαπήσαμε ή μπορεί και να μισήσαμε. Με τον εαυτό μας που άλλαξε.
Μιλάμε. Μιλάμε και σκεφτόμαστε δυνατά. Ίσως κάπως έτσι, από τα μικρά ανώδυνα και επώδυνα στιγμιότυπα ξαναπιάσουμε το νήμα της συνεννόησης. Της συζήτησης για τα μεγάλα αφηγήματα του παρόντος και του μέλλοντος. Γι αυτά πρέπει να μιλήσουμε μέσα από τις μικρές καθημερινές μας στιγμές και τις μεγάλες μάχες κάθε ζωής. Έτσι θα φτιάξουμε και την ταινία του μέλλοντος μας. Γνωρίζοντας ότι κάθε δευτερόλεπτο της θα έχει τα 24 καρέ από διαφορετικούς ανθρώπινους κόσμους. Μια ταινία επιτέλους έγχρωμη και ομιλούσα για να σπάσουμε τη σιωπή και το φόβο. Αυτή η ταινία χωράει πολλούς σκηνοθέτες και μας θέλει όλους πρωταγωνιστές. Καιρός δεν είναι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα;
Μάκης Γεωργιάδης
XII – VII- 2012
Αφήστε μια απάντηση